ἥσσον'

ἥσσον'
ἥσσονα , ἥσσων
inferior
neut nom/voc/acc comp pl
ἥσσονα , ἥσσων
inferior
masc/fem acc comp sg
ἥσσονι , ἥσσων
inferior
dat comp sg
ἥσσονε , ἥσσων
inferior
nom/voc/acc comp dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἧσσον — ἥσσων inferior masc/fem voc comp sg ἥσσων inferior neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾖσσον — ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀίσσω shoot imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • ευδάκρυτος — εὐδάκρυτος, ον (Α) αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος («οὐχ ἦσσον εὐδάκρυτά μοι λέγεις τάδε», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • λόχευμα — λόχευμα, τὸ (Α) [λοχεύω] 1. το παιδί που γεννιέται, το τέκνο («ἔνθα λοχεύματα σέμν ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῑς», Ευρ.) 2. η εμφάνιση τού κάλυκα τού άνθους, το άνοιγμα τών μπουμπουκιών («χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γόνει σπορητὸς… …   Dictionary of Greek

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

  • σκευάζω — ΝΑ [σκεῡος] νεοελλ. (για εμπορεύματα) συσκευάζω αρχ. 1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.) 2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.) 3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ ἐκ σοῡ… …   Dictionary of Greek

  • υποβεβηκότως — ΜΑ επίρρ. πολύ σιγά, ήρεμα («μεγάλῃ τῇ φωνῇ... ἧσσον... ὑποβεβηκότως», Αθανάσ.) αρχ. 1. ειδικά 2. καθοδικά, προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ὑποβεβηκώς, ότος τού ρ. ὑποβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ՍԱԿԱՒ — (ուց, ուց.) NBH 2 0684 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 14c ա. ὁλίγος, η, ον, μικρός, ρά, ρόν paucus, a, um ὁλιγοστός perpaucus, paucissimus ἑλάττων, σσον, ἤττον, ἤσσον minor, minus βραχύς, χύ brevis, ve,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”